ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ

Η δράση της Διοίκησης και η επίδρασή αυτής στα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των διοικουμένων δημιουργούν μια σειρά αμφισβητήσεων όσον αφορά τη νομιμότητα των συγκεκριμένων μονομερών πράξεών της. Για την αντιμετώπιση αυτής της συμπεριφοράς προβλέπονται διάφορα μέσα, με σκοπό την αρμονική διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ της Διοίκησης και των διοικουμένων και την προστασία του διοικουμένου από τις επεμβάσεις που
ξεπερνούν το εύλογο μέτρο. Συγκεκριμένα, το νομικό μας σύστημα προβλέπει τρόπους άμεσης αντίδρασης του διοικουμένου, ο οποίος δεν μένει απροστάτευτος, καθώς έχει στη διάθεσή του πρώτον να επαναπροσεγγίσει την αρμόδια Διοίκηση μέσω της άσκησης διοικητικής προσφυγής, με σκοπό την ορθότερη επανάκριση της υπόθεσής του, ή δεύτερον να επιλέξει τη δικαστική οδό.

Ο νομος, επί ποινή απαραδέκτου του απευθείας ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος (αίτησης ακύρωσης), υποχρεώνει τον διοικούμενο που αμφισβητεί την ορθότητα-νομιμότητα μίας δυσμενούς γι ́ αυτόν διοικητικής πράξης να προσφύγει για ακόμη μία φορά στη Διοίκηση για την επίλυση της αμφισβήτησης, ούτως ώστε να μην καταλήξει η αντιδικία ενώπιον των δικαστηρίων ή σε περίπτωση που αυτό συμβεί να έχει ήδη επεξεργαστεί.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 ν.2690/1999:

Ειδική διοικητική προσφυγή – Ενδικοφανής προσφυγή

1. Όπου προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από διοικητική πράξη, μπορεί, με προσφυγή του, η οποία ασκείται ενώπιον του προβλεπόμενου από τις διατάξεις αυτές διοικητικού οργάνου και μέσα στην οριζόμενη από τις ίδιες προθεσμία, να ζητήσει, κατά περίπτωση, την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης.

2. Το διοικητικό όργανο, ανάλογα με την πρόβλεψη των σχετικών διατάξεων, είτε εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πράξης, οπότε και μπορεί να την ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να απορρίψει την προσφυγή (ειδική διοικητική προσφυγή), είτε εξετάζει τόσο τη νομιμότητα της πράξης όσο και την ουσία της υπόθεσης, οπότε και μπορεί να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να τροποποιήσει την πράξη ή να απορρίψει την προσφυγή (ενδικοφανής προσφυγή). Το αρμόδιο όργανο οφείλει να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα την απόφασή του μέσα στην προθεσμία που τυχόν τάσσουν οι σχετικές διατάξεις, αλλιώς, στην περίπτωση μεν της ειδικής προσφυγής, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, στην περίπτωση δε της ενδικοφανούς προσφυγής, το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 ν.3883/2010 :

Συγκρότηση Συμβουλίων Μεταθέσεων Προσφυγές

Η απόφαση της τοποθέτησης, μετάθεσης ή απόσπασης κοινοποιείται στους ενδιαφερόμενους αμελλητί. Αυτοί έχουν δικαίωμα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απόφασης εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή της, προς το διοικητικό όργανο που την εξέδωσε, το οποίο υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένα εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία της υποβολής της. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας και ενόσω εκκρεμεί η ασκηθείσα προσφυγή αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης. Μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας υποβολής προσφυγής ή την απάντηση επί των προσφυγών που τυχόν υποβληθούν, οι πίνακες του προς τοποθέτηση, μετάθεση ή απόσπαση προσωπικού κυρώνονται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας. (αρθ.8 ν3883/2010)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 Υπουργικής Απόφασης :

Διαδικασία προσφυγής – Προθεσμίες

1. Η απόφαση μετάθεσης κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο αμελλητί και με κάθε πρόσφορο μέσο. Ειδικά οι διαταγές των ετήσιων τακτικών μεταθέσεων, κοινοποιούνται υποχρεωτικά σε όλες τις Μονάδες – Υπηρεσίες όπου υπηρετούν στελέχη του Κλάδου ή ΚΣ, με μέριμνα των αρμόδιων Διευθύνσεων των ΓΕ των Κλάδων και των ΚΣ του ΓΕΕΘΑ.

2. Ως ημερομηνία κοινοποίησης θεωρείται η ημερομηνία εισόδου στη Μονάδα της απόφασης μετάθεσης, οπότε και η Μονάδα οφείλει να ενημερώσει τους ενδιαφερομένους, μετατιθέμενους και μη, αυθημερόν. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, τότε επιδιώκεται η ενημέρωση κατά το δυνατόν συντομότερο χρονικό διάστημα και οι λόγοι της καθυστέρησης αναφέρονται άμεσα στην αρμόδια Διεύθυνση των οικείων ΓΕ ή ΚΣ.

3. Με την κοινοποίηση της απόφασης μετάθεσης η διοίκηση οφείλει να ενημερώνει ενυπογράφως τα στελέχη για το δικαίωμα άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3883/2010, καθώς και για τη σχετική προθεσμία. Δικαίωμα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής έχουν και τα στελέχη τα οποία δεν έχουν περιληφθεί στους πίνακες των μετατιθέμενων ενώ έχουν ζητήσει μετάθεση.