ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

Τα σχετικά με την αίτηση ακύρωσης ορίζονται στο Προεδρικό Διάταγμα 18/1989.

Σχετικά με τι προθεσμίες στο άρθρο 70 του Π.Δ. 18/1989:

1.   Όπου  στις  διατάξεις  του  παρόντος  αναφέρεται  ως   αφετηρία  προθεσμίας η κοινοποίηση ή η επίδοση ή η δημοσίευση, νοείται η επομένη  της κοινοποίησης, επίδοσης ή δημοσίευσης.

2.   Όπου  στις  διατάξεις  του  παρόντος  προβλέπεται ως αφετηρία  προθεσμίας η γνώση του ενδιαφερομένου νοείται η πλήρης γνώση αυτού. 

Αντίστοιχα στο άρθρο 144 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας:

1. Οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας.

3. Το Σάββατο θεωρείται για τον παρόντα Κώδικα εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα.

Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα άρθρου 41 και 46 Π.Δ. 18/1989:

Άρθρο 41 (Προθεσμίες)

1. Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης.
2. Όλες οι λοιπές προσφυγές, εκτός από αυτές που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, ασκούνται, εφόσον ειδική διάταξη δεν ορίζει διαφορετικά, από μεν τον υπάλληλο μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της προσβαλλόμενης απόφασης, από δε το διοικητικό όργανο που έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή μέσα σε εξήντα ημέρες από την περιέλευση της απόφασης σε αυτό.
3. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους προθεσμίες των εξήντα ημερών παρεκτείνονται για τριάντα ημέρες για τους υπαλλήλους που διαμένουν στην αλλοδαπή.

Άρθρο 46 (Προθεσμία)

1.Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται, ενδεικτικώς δεν ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης πράξης ή της δημοσίευσή της, αν την τελευταία επιβάλλει ο νόμος ή, διαφορετικά, από τότε που ο αιτών έλαβε πλήρη γνώση της πράξης. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 45 η προθεσμία αρχίζει από την παρέλευση των προθεσμιών που ορίζουν οι διατάξεις αυτές.

2.Κάθε διοικητική προσφυγή, εκτός από εκείνη που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 45 του παρόντος, καθώς και η απλή αίτηση θεραπείας δι’ αναφοράς στην αρχή που έχει εκδώσει στην πράξη ή στην προϊσταμένη αρχή, διακόπτει την προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για το χρονικό διάστημα που ορίζεται για την έκδοση σχετικής πράξεως ή, αν τέτοιο χρονικό διάστημα δεν ορίζεται, για 30 ημέρες ή έως την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοικήσεως εφόσον αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν παρέλθουν οι προθεσμίες αυτές.

3.Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του παρόντος για την παράταση εφαρμόζεται και στην εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως.

Στην διαταγή μεταθέσεων που θα σας κοινοποιηθεί στις τελευταίες παραγράφους θα αναγράφεται οτι «η παρουσα αποτελεί οριστική διαταγή μεταθέσεων πλην των περιπτώσεων άσκησης προσφυγών οι οποίες θα εξετασθουν σύμφωνα με τον σχετικό νόμο (3883/2010)». Συνεπώς στην ενδικοφανή προσφυγή προσβαλλόμενη είναι η αρχική διαταγή μεταθέσεων ενώ στην αίτηση ακύρωσης προσβαλλόμενη ειναι η απάντηση επι της ενδικοφανούς. Κατα πάγια τακτική η Διοικηση σχεδόν ποτέ δεν απαντά στις ορισμένες απο τον ν.3883/2010 15 ημέρες αλλα κατα περίπτωση μπορεί να απαντήσει μετα απο πολλούς μήνες.

Σύμφωνα με το άρθρο 45 Π.Δ. 18/1989:

Άρθρο 45
(άρθρο 27 ν. 702/1977, 3 παρ. 2 ν. 1470/1984) Προσβαλλόμενες πράξεις

1.Η αίτηση ακυρώσεως για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου επιτρέπεται μόνο κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που δεν υπόκεινται σε άλλο ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου.
2.Η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη αν στρέφεται κατά εκτελεστής πράξης, κατά της οποίας προβλέπεται από το νόμο ενδικοφανής προσφυγή, που ασκείται κατά νόμο μέσα σε ορισμένη προθεσμία ενώπιον του οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη ή άλλου οργάνου και καθιστά, δυνατή την επανεξέταση της υπόθεσης κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ακυρώσεως επιτρέπεται μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της προσφυγής.
Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει τυχόν ειδικώς ο νόμος για την έκδοση αποφάσεως επί της ανωτέρω προσφυγής ή, σε περίπτωση που δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την υποβολή της προσφυγής, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά της τεκμαιρόμενης, από την πάροδο της προθεσμίας, απορρίψεως της προσφυγής.
Με την αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται και η απόφαση επί της προσφυγής, που τυχόν εκδόθηκε οποτεδήποτε έως τη συζήτηση. Η απόφαση αυτή μπορεί πάντως και αυτοτελώς να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως.
3.Σε περίπτωση διοικητικής διαδικασίας που προβλέπει περισσότερα στάδια για την κατ’ ουσίαν κρίση της υπόθεσης, αν το όργανο ενδιάμεσης βαθμίδας παραλείψει να αποφανθεί μέσα στη νόμιμη προθεσμία επί της προσφυγής που απευθύνεται σ’ αυτό ή, αν δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, μέσα σε ένα τρίμηνο από την υποβολή της προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει μέσα στη νόμιμη προθεσμία κατά της παράλειψης αυτής στο ανώτερου βαθμού όργανο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση στο σύνολό της. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
4.Στις περιπτώσεις που ο νόμος επιβάλλει σε κάποια αρχή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής πράξης, η οποία υπάγεται στους όρους της παραγράφου 1, η αίτηση ακυρώσεως είναι δεκτή και κατά της παράλειψης της αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια.
Η αρχή θεωρείται ότι αρνείται την ενέργεια αυτή όταν παρέλθει άπρακτη η ειδική προθεσμία που τυχόν τάσσει ο νόμος, διαφορετικά όταν παρέλθει τρίμηνο από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στη Διοίκηση, η οποία εί,ναι υποχρεωμένη να χορηγεί ατελώς βεβαίωση για την ημέρα υποβολής της αίτησης αυτής. Αίτηση ακυρώσεως που ασκείται πριν παρέλθουν οι παραπάνω προθεσμίες είναι απαράδεκτη.
Με την αίτηση ακυρώσεως που ασκείται παραδεκτώς κατά σιωπηρής αρνήσεως λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται και η τυχόν μεταγενέστερη ρητή αρνητική πράξη της Διοίκησης, η οποία μπορεί πάντως να προσβάλλεται και αυτοτελώς.
5.Δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.

Άρα επειδή ο ν.3883/2010 προβλέπει την προσβολή της διαταγής μετάθεσης με ενδικοφανή προσφυγή σε περίπτωση που καταθέσουμε αίτηση ακύρωσης χώρις να έχουμε καταθέσει ενδοκοφανή προσφυγή αυτή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Με την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής η διαταγή μεταθέσεων, στο μέρος που μας αφορά, παυει να ισχύει και μόνη αποδεκτή είναι η απάντηση επι της προσφυγής μας. Φυσικά, επειδή η Διοίκηση δεν απαντά εμπρόθεσμα στις 15 μέρες, ο νομοθέτης με το ως άνω άρθρο δίνει την δυνατότητα να προσβάλουμε την αρχική διαταγή μετάθεσης εάν παρέλθει άπραγη η προθεσμία που ορίζει ο νόμος χωρίς να έχει απαντήθεί η προσφυγή. Τουτέστιν την 16 μέρα απο την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής και εφόσον δεν έχει κοινοποιηθεί απάντηση, δύναται να κατατεθεί αίτηση ακύρωσης και αίρεται το απαράδεκτο. Έαν απο την ημερομηνία κατάθεσης της αιτήσης ακύρωσης μέχρι της συζήτηση αυτής στο αρμόδιο δικαστήριο η Διοίκηση ευαρεστηθεί να απαντήσει τότε αυτή η απάντηση θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και δύναται να προσβληθεί και αυτοτελώς.